Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκλήμα — ήματος, τὸ, Α βλ. σκλήρωμα … Dictionary of Greek
σκλήρωμα — το, ΝΑ, και σκλῆμα Α [σκληρῶ] αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα … Dictionary of Greek